ελάφρωση

ελάφρωση
η
η ελάφρυνση (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ελάφρωση — και αλάφρωση, η (Μ ἐλάφρωσις) ελάττωση, μείωση νεοελλ. απαλλαγή του άγχος από το μετριασμός τής λύπης …   Dictionary of Greek

  • αλάφρωση — και σιά, η η ελάφρωση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ουσ. ἐλάφρωσις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”